- πτώση
- η1. το πέσιμο, η ανατροπή, το σώριασμα, το αναποδογύρισμα, το κατρακύλισμα: Πτώση αεροπλάνου. – Πτώση φύλλων κτλ.2. απόσπαση, βγάλσιμο: Πτώση των τριχών.3. μτφ., για πόλεις και φρούρια, η κατάληψη, η παράδοση, η εκπόρθηση: Πτώση της Τριπολιτσάς.4. για πρόσωπα, η απομάκρυνση από την αρχή: Πτώση της κυβέρνησης.5. ελάττωση, εξασθένηση, μείωση: Πτώση της πίεσης. – Πτώση του πυρετού.6. (οικον.), υποτίμηση: Πτώση της λίρας.7. (γραμμ.), τύποι ορισμένων κλιτών μερών του λόγου που προσδιορίζονται από την κατάληξή τους: Αιτιατική πτώση.8. (ιατρ.), η προς τα κάτω μετατόπιση σπλάχνου: Πτώση μήτρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.